Γκλόστερ

Γκλόστερ
(Gloucester).Πόλη (117.900 κάτ. το 2002) της Αγγλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας (Γκλοστερσάιρ, 564.800 κάτ. το 2001). Είναι χτισμένη στην περιοχή του ποταμού Σέβερν, κοντά στα βουνά Τσίλτερν Χιλς. Η πόλη αυτή είναι ιδιαίτερα γνωστή για τα επιβλητικά της μνημεία, όπως η μητρόπολη, το ανάκτορο (12ος-16ος αι.) και η εκκλησία του 12ου αι. Η μητρόπολη ιδρύθηκε το 1089 από τον Βενεδικτίνο ιερέα Σέρλο· ο νάρθηκάς της χρονολογείται από την πρώτη νορμανδική επιδρομή, ενώ ο θόλος είναι διακοσμημένος με χρυσές αυλακώσεις. Στον ναό αυτό βρίσκεται και ο μεγαλόπρεπος τάφος του βασιλιά Εδουάρδου Β’. Η πόλη υπήρξε σημαντική αποικία των Ρωμαίων (ιδρύθηκε από τον Νέρβα το 97 μ.Χ.) και γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… …   Dictionary of Greek

  • Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • κάθετος ρυθμός — Η τρίτη φάση της εξέλιξης της γοτθικής αρχιτεκτονικής στην Αγγλία, που αντικατέστησε τον φλογωτό ή φλογοειδή ρυθμό κατά τα τέλη του 15ου και στις αρχές του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την τοποθέτηση παράλληλων ξύλινων ράβδων επάνω στα παράθυρα… …   Dictionary of Greek

  • Νιούπορτ — I (Newport). Πόλη (115.600 κάτ. το 2003) της Μεγάλης Βρετανίας, στην κομητεία Μονμαουθσάιρ. Βρίσκεται στη δυτική όχθη του ποταμού Ασκ. Τελευταία παρουσίασε σημαντική ανάπτυξη χάρη στους γαιάνθρακες της Ν. Ουαλίας. Είναι πόλη με άριστη ρυμοτομία… …   Dictionary of Greek

  • Τιδόρ — (Tudor). Παλαιότερη γραφή Tυδώρ. Οικογένεια που κατάγεται από την Ουαλία και κατέλαβε τον θρόνο της Αγγλίας από το 1485 έως το 1603. Η ιστορία της οικογένειας μπορεί να αναχθεί στον Γόουιναπ Μέρεντιντ T., αυλικό του Ερρίκου E’. Παντρεύτηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”